- πετευρισμός
- πετευρ-ισμός, ὁ,A vaulting, tumbling: only metaph. (in later form),
ὁ τῆς τύχης πεταυρισμός Plu.2.498c
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ τῆς τύχης πεταυρισμός Plu.2.498c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετευρισμός — ὁ, Α βλ. πεταυρισμός … Dictionary of Greek
πεταυρισμός — ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι … Dictionary of Greek